- μονόκλαυτος
- μονόκλαυτος, -ον (Α)(ως επίθ. και ως ουσ.)1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ' ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυτος].
Dictionary of Greek. 2013.